«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Ο Ασώπαστος είναι ψάρι

Εμείς νομίζαμε ότι θέλει να μιλήσει τον κόσμο ως την
εξάντλησή του μα εκείνος ήθελε μόνο να πει πως είναι ψάρι
που τον πνίγουν τα πνευμόνια του και θέλει να τα κάψει για
να πέσει πάλι στο νερό... Αυτοί που είναι ψάρια έξω από τα
νερά του κόσμου φτιάχνουν κάτι καρκίνους των πνευμόνων
σαν αθάνατα έργα τέχνης κι έπειτα προτιμούν το θάνατο από
το να ζουν έτσι σε μια ξενότητα ανάσας. Ίσα που πρόλαβαν
να γίνουν φίλοι μας να τους πάμε ένα ακόμα πακέτο τσιγάρα
κρυφά στο τελευταίο στάδιο. Ψάχνουμε έναν τρόπο να τους
πούμε πως η απελπισία τους είναι μια διάταξη λόγων που
καταλήγει από δρόμους περίεργους όπως όλα στην αγάπη,
μέσα σ' αυτό το απέραντο μαιευτήριο θανάτου που είναι η
ζωή. Άλλοι θα φύγουμε πουλιά, άλλοι άλογα μα ο Ασώπαστος
θα φύγει ψάρι. Θα γυρίσει πάλι στα νερά, θα μιλήσει τα νερά,
θα πάρει το οξυγόνο του από τα νερά και δεν θα το κάνει
ξανά λόγια. Γι αυτό και ότι είπε ήταν μια προσπάθεια να
μιλήσει με λόγια ανθρώπινα τη γλώσσα των νερών, να
πληρώσει άμα τη εμφανίσει την πτώση του στον κόσμο μας κι
ύστερα να την πάρει πίσω να την πάει στα παραμύθια των
παιδιών με τις μικρές γοργόνες. Δεν ξέρω ακόμη αν έχουμε
αγάπη να νικάει το θάνατο, μα το έχουμε ονειρευτεί, όσο
υπήρξαμε άξιοι του έρωτα τώρα που όλοι μιλάνε για νεκρούς
θεούς και κανείς δεν ξέρει πια την παρασημαντική της
γλώσσας των νερών για τους ανθρώπους ψάρια που έπεσαν
στον κόσμο μας. Ο Ασώπαστος είναι ψάρι. Σε λίγο θα
απαλλαχτεί από τα πνευμόνια του και θα φύγει στα νερά.
Καλύτερα, χειρότερα, ποιός ξέρει;


Στην Ειρήνη, αν μου επιτρέπετε...

Γιώργος Μίχος

Ο Άγγελος της άνοιξης

Απόψε ο άγγελος της άνοιξης
μας πότισε με πλάνα λόγια
ήρθε, είπε, η ώρα της κατάνυξης
να πάψουν πια τα μοιρολόγια.

Πως καταργήθηκε, είπε, ο θάνατος
πως η ζωή πάλι θ' ανθίσει
"έκλεισε ο κύκλος πια του δράματος"
ήταν η κατακλείδα ρήση.

Ήρθε κι εμφάνιζε τα ψέματα
χαράς να μοιάζουν ευαγγέλια
εμείς νεκροί, στεγνοί από αίματα
κι όμως, πεθάναμε στα γέλια.

Κώστας Σφενδουράκης

Εγκώμιο Α΄

Η ζωή εν τάφω, έρωτά μου νεκρέ,
στο ανθισμένο σεντόνι της άνοιξης
το κορμί μαραμένο απόθεσες.

Η ζωή, πώς φεύγει; και κανέναν ποτέ
από κάτω δεν είδα ν’ ανέβηκε.
Των μνημάτων με τυφλώνει το λευκό;

Ω θνητέ, αντέχεις το Θεό να πενθείς
μα για σένα κανένας αθάνατος
δε θα κλάψει στον τάφο σαν θα μπεις…

Βασιλιά της λύπης, Έρωτά μου, πετάς
απολιθωμένα τριαντάφυλλα
μες στου Άδη- για να σκίσεις- την κοιλιά.

Του μυαλού η τρέλα, του κορμιού ο σπασμός,
χορηγέ της πνοής μου, άπνους φαίνεσαι,
φιλημένος απ’ τα χείλη των νεκρών.

Οι νεκροί στο μνήμα, κι εσύ μες στους νεκρούς…
πιο βαθιά να σε θάψουν δε γίνεται.
Δυο καρδιές που ματώνουν την άβυσσο.

Πασχαλιές που ανθίζουν, μαραμένες ψυχές:
ποιες μοσχοβολούνε , λέτε, πιότερο;
Των ερώτων μας ο πόνος ιερός.

Τη ζωή ποιος θέλει, σαν ο πόθος δε ζει;
Ποιος και ποιον και πού θα ερωτεύεται;
Αφού όλοι ήδη είμαστε κανείς…

Ποιος, ζωή πια δίχως, ποιος, ανάσα χωρίς,
απ’ τα πλήθη των νεκρών που σε πίστεψαν
να σου δώσει το φιλί, αχ , της ζωής;…

Οι καρδιές πώς σπάγαν…,για να σμίξουν μαζί,
κι απ’ τη γη αποσπώνταν να γίνουνε
δορυφόροι στο δακτύλιο του Παντός.


Ναι , νεκρή αγάπη, όχι τ’ Άδη οχυρό,
δεν μπορεί να με διώξει το σκότος σου
να μην κλάψω ό,τι χάρηκα στο φως…

Άνοιξη θα είναι που θ’ ανοίξει η γη
κι όσοι έως θανάτου αγάπησαν
θα ξανα-αγκαλιαστούνε ζωντανοί!

(από την ποιητική σύνθεση του Ι. Ν. Κυριαζή «η παραφορά του Ερωταφίου» )
V 210. ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

Τῷ θαλλῷ Διδύμη μὲ συνήρπασεν· ὤμοι, ἐγὼ δὲ
τήκομαι, ὡς κηρὸς πὰρ πυρί, κάλλος ὁρῶν.
Εἰ δὲ μέλαινα, τὶ τοῦτο; καὶ ἄνθρακες· ἀλλ’ ὅτε
κείνους θάλψωμεν,λάμπουσ’ ὡς ῥόδεαι κάλυκες.

Αλίμονο, μου έγνεψε η Διδύμη μ’ έναν κλώνο -
την ομορφιά της βλέποντας σαν το κεράκι λειώνω.
Κι αν είναι μαύρη, τι μ’ αυτό;...Το κάρβουνο θυμίζει
που, όταν τ’ ανάβεις, λαμπερό σαν ρόδο κοκκινίζει.

XI 430. ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖν,
καὶ τράγος εὐπώγων αἶψ’ ὅλος ἐστὶ Πλάτων.

Όποιος γενειάδα αφήνοντας σοφός θέλει να γένη
τότε ένας τράγος, Πλάτων πια, θα ’ναι με τόσο γένι.

XII 21. ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ

Κλέψομεν ἄχρι τίνος τὰ φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖα
νεύσομεν ἀλλήλοις ὄμμασι φειδομένοις;
μέχρι τίνος δ’ ἀτέλεστα λαλήσομεν, ἀμβολίαισι
ζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας;
μέλλοντες τὸ καλὸν δαπανήσομεν · ἀλλὰ πρὶν ἐλθεῖν
τάς φθονεράς, Φείδων, θῶμεν ἐπ’ ἔργα λόγοις.

Φείδων, ως πότε τα φιλιά θα δίνουμε λαθραία
και θ’ ανταλλάσσουμε ματιές, βλέμματα φευγαλέα;...
Με τα μισόλογα κανείς ως πότε θ’ αναβάλλει;...
Είναι η καθυστέρηση της ομορφιάς σπατάλη.
Προτού η τρίχα σου να βγει και γίνει σαν τη βέργα
εμπρός, σε λόγια τολμηρά να προστεθούνε κι έργα...


10. ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ, 122W.

Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδ' ἀπώμοτον
οὐδὲ θαυμάσιον, ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων
ἐκ μεσαμβρίης ἔθηκε νύκτ’ ἀποκρύψας φάος
ἡλίου λάμποντος· λυγρὸν δ' ἦλθ’ ἐπ’ ἀνθρώπους δέος.
Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται
ἀνδράσιν· μηδεὶς ἔθ' ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω,
μηδ’ ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν
ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα
φίλτερ' ἠπείρου γένηται, τοῖσι δ’ ὑλέειν ὄρος.

Ανέλπιστο και θαυμαστό τίποτε δεν υπάρχει
αφού ο Δίας ο θεός που τους Ολύμπιους άρχει
μεσημεριάτικα έφερε νύχτα σ’ όλους τους τόπους -
το φως του ήλιου κρύβοντας, τρόμαξε τους ανθρώπους.
Και από τότε τίποτε απίστευτο δε μοιάζει
ούτ’ αν το αγρίμι την τροφή με το δελφίνι αλλάζει
κι αγαπητό της θάλασσας, σ’ αυτό, το κύμα αν γίνει
κι αν αγαπήσει του βουνού τα δέντρα το δελφίνι.

(από το βιβλίο «σαν ρόδο υποπόρφυρο… Παλατινή ανθολογία», σε μετάφραση Ι. Ν. Κυριαζή)

Ο τραβαγιέρης

Μέσα στο τρόλεϊ λίγα γερόντια
νέοι, αλλοδαποί κάνας φαντάρος
ψυχρός ο οδηγός, μέσα απ' τα δόντια
μουρμούρα... του Μπωντλαίρ ο γλάρος.

Η αφετηρία - σκέφτεται - είν' ο τάφος
και κάθε στάση μοιάζει ωχρό σημάδι
που δείχνει όσων μπουν εκεί το λάθος...
το λάθος που τους πάει ντουγρού στον 'Αδη.

Κι όταν θα έρθει η ώρα να σχολάσει
με θλίψη τον κοιτούν νέοι και γέροι
στη μοίρα τους σαν να τους έχει αφήσει.

Ποιος άραγε θεός τον έχει πλάσει
- αναρωτιούνται - αυτόν τον τραβαγιέρη;
τρομάζοντας με τη διπλή του φύση...

Η μοίρα ενός ασώτου

Τα μάτια δυο κορμάκια νήπια
και πεταρίζουν βλεφαρίδες
είναι οι δικές του νυχτερίδες
γύρω του βλεπει μόνο ερείπια.

Όνειρα που δεν είναι ενύπνια
λόγια σε άγραφες σελίδες
μέσα στο σώμα δυο λεπίδες
η μοναξιά και η αγρύπνια.

Θάλασσα γίνεται η μιζέρια
κι είναι η κούφια του η σάρκα
μια χιλιομπαλωμένη βάρκα.

Κάνει κουπιά τα δυο του χέρια
πίσω γυρνά στο πατρικό του...
αυτή είναι η μοίρα ενός ασώτου.


Κώστας Σφενδουράκης

Σ' άλλη εποχή

Καλοσύνη ανατέλλει ο ουρανός
και οι άνθρωποι χαμογελάνε όλοι
με τον ήλιο, νάτος! λάμπει τόσο αγνός
κι αγκαλιές έχει γεμίσει όλη η πόλη.

Ξαναήρθανε οι μέρες οι παλιές
της γιαγιάς τα παραμύθια στα εγγόνια
στα μπαλκόνια οι χελιδονοφωλιές
να επιστρέψουν καρτερούν τα χελιδόνια.

Ευωδιάζει τόσο ωραία το γιασεμί
καλωσόρισμα του τόπου στον διαβάτη
και οι άνθρωποι ακέραιοι, με τιμή
μοιάζουν να 'ναι ο ένας τ' άλλου το κομμάτι.

Και τη νύχτα στ' ουρανού την ξαστεριά
κάθε σπίτι καθρεφτίζει κι ένα αστέρι
από ανάσες τρεμοπαίζουν τα κεριά
από όμορφα τραγούδια στο νυχτέρι...

Μα τι λέω; καίγομαι στον πυρετό
και κοιμάμαι κι είμαι ακόμα στ' όνειρό μου
να ξυπνήσω θα 'ναι μάλλον συνετό
και να υποδεχτώ την εποχή του τρόμου.
       

Κώστας Σφενδουράκης

Στάχτη στον Άνεμο

Συγκατανεύω κάποτε και να μου λείπεις
σε ακόμη κάποια απογευματινά ξυπνήματα
που αποδίδονται αργά στο βράδυ
μιας αίσθησης ότι ο κόσμος γιορτινός προσπέρασε
κι έμεινα πίσω ενώπιος ενωπίω από στιγμή
που έχει γεύση από τον αληθινό μου θάνατο.
Dust in the wind, μητέρα,
all we are is dust in the wind.

Και με καμένα βλέφαρα στον υπολογιστή
κοιτάζω στην οθόνη μια φωτογραφία σαρωμένη
τα χωνεμένα πια στο χώμα μάτια σου δεκατριώ χρονώ
που όλο με σπρώχνουν έξω από τη μητρική που δώσαν γλώσσα.
Dust in the wind, μητέρα,
all we are is dust in the wind.

Λίγες ακόμη λέξεις απ’ της πιο βαθιάς αγάπης
που την ανάγκαζε το φως της μέρας σε σκληρότητα
έτσι όπως πίνει δάκρυα το χαρτί
και τα στεγνώνει και περνάμε χρεωμένοι λόγια ανείπωτα
και πάμε όπου ανήκουμε πηλός.

Μα θέλω αυτές τις λέξεις σαν οστά δακρύων
το στερεό υπόλειμμα ζωή να παίρνει
κάτω απ’ τα μάτια ενός αγνώστου πιο μακριά
κι απ’ το δικό μου πέρασμα του κόσμου.
Dust in the wind, μητέρα,
everything is just in the wind


Βασίλης Λαλιώτης

Στον Βαγγέλη


Δίνω σ' αυτόν που πήγε αλλού, τον φίλο
ένα γαρύφαλλο, ένα γέλιο, μιαν αυγή,
ένα ξερό που ο αέρας σέρνει φύλλο,
μια λέξη μου, μια θάλασσα, μια γη.

Παίρνω απ' αυτόν το βλέμμα προς τον χρόνο
την γερασμένη μου μην δει την αλλαξιά,
παίρνω απ' της νιότης του τα μάτια, αυτόν τον πόνο
κι αυτή την θλίψη που γεννάει η μοναξιά

Έλα ξανά μαζί να πιούμε, στο όνειρό μου
οι δυο μας θά 'μαστε δεν θα 'ναι άλλος κανείς
ευχή θα κάνω στο σκοτάδι αυτού του δρόμου
με ένα χαμόγελο σαν ήλιος να φανείς...


Κώστας Σφενδουράκης

Ο άρπαγας

Ο άρπαγας με την γραφίδα
θέλει να σπάσει τον υμένα
βλέπει το κύρος και την χλίδα
πίσω απ' την όμορφη παρθένα.

Μπαίνει, πηδά σαν την ακρίδα
στου διαδικτύου την αρένα
"πήδα λιγούρη, χοροπήδα
πήδα, πηδάς χαριτωμένα".

Και την παρθένα έχει στην σκέψη
μια μέρα να την κατακτήσει
να 'ν' ο γαμπρός κι αυτή η νύφη...

ποιος θα του πει να το χωνέψει
πως δεν του ανήκει όλη η κτίση;
Ας του το πουν αυτοί που γλείφει!

2008


Κώστας Σφενδουράκης

Παραγωγική σαπίλα

Παντού εχθρούς-φαντάσματα θα βλέπετε
μέχρι να σας νικήσουν τα φαντάσματα
οι σκέψεις και τα λόγια σας μιάσματα
σαθρό το κάθε τι από σας που έπεται.

Σαθρά κι αυτά που εσείς κινείτε νήματα
και κρέμονται στις άκρες σάπια πτώματα
θαμμένα στα δικά σας περιττώματα
χωρίς τιμές θαμμένα, δίχως μνήματα.

Φαντάσματα οι εχθροί και η μάχη ίσαμε
να μοιάζουνε στα χέρια σας σαν λάφυρα
κονσέρβες ανοιχτές, αλόγων άχυρα
να πείτε, έστω χαμένοι, το "Νικήσαμε!".

Μα η μέλλουσα γενιά παίρνει την οίηση
μεταλλαγμένη σε έμπνευση, για ποίηση.


Κώστας Σφενδουράκης

Τα πέρα

Μια στο διαβήτη
Μακραίνει από 'να κότερο
Όχι σαν τα κοσάρια
Που μακραίνουν στη Φυλής
Το δάσος κάηκε
Θα χτίσουν οίηση
Βήματα
Μικραίνουν την Καστέλα
Έχει να ακούσει
Τη χροιά των παφλασμών
Τις ρωγμές στην προβλήτα
Τα τριξίματα των σκοινιών
Την υγρασία του φάρου
Έχει να 'νειρευτεί
Τα πέρα

(05-01-2011 και ώρα 25:00)


Γιώργος Πρίμπας

Κρίμα

Δούλευε κάποτε πωλητής σε μια εταιρεία. Στη δουλειά του ήταν αρκετά καλός και συνεπής με αποτέλεσμα  να κερδίσει την εμπιστοσύνη του αφεντικού του. Μετά από λίγο καιρό έγιναν και φίλοι.
Αργότερα  για τις ανάγκες της επιχείρησης το αφεντικό προσέλαβε ένα νέο υπάλληλο. Ο καιρός περνούσε,  η δουλειά είχε σκαμπανεβάσματα και στις μεγάλες δυσκολίες της αυτός ο νέος υπάλληλος βρήκε την ευκαιρία να δείξει ότι μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμος και αποτελεσματικός. Είναι γεγονός ότι ήταν "ξύπνιος". Ελισσόταν  με τέτοιο τρόπο που το αφεντικό άρχισε να τον θαυμάζει.
Το αποτέλεσμα ήταν ο νέος υπάλληλος να κερδίσει την εύνοια του αφεντικού μέχρι που έγινε το "δεξί του χέρι". Το αφεντικό, τον θαύμαζε, είχαν γίνει "κολλητοί".  Οι υπόλοιποι υπάλληλοι σιγά σιγά παρατηρούσαν ότι το αφεντικό άρχισε να φέρεται όλο και πιο αυταρχικά και καχύποπτα απέναντί τους. Αντιλήφθηκαν πως ό,τι συνέβαινε μεταξύ τους έφτανε στα αυτιά του αφεντικού αμέσως.  Ο παλαιότερος υπάλληλος, ορμώμενος από τη φιλία τους, αποφάσισε να του μιλήσει. Μετά από την κουβέντα που έκαναν παραιτήθηκε.
Ύστερα από λίγο καιρό έμαθε ότι η επιχείρηση έκλεισε και το αφεντικό είχε καταστραφεί οικονομικά. Ο νέος υπάλληλος αφού του "πήδηξε" τη γυναίκα είχε πάει στο μεγαλύτερό του ανταγωνιστή μαζί με το μισό του πελατολόγιο όπου έγινε προϊστάμενος.
Κρίμα...   

Ο κόσμος τρελαίνεται αργά, αγάπη μου

Κοίτα τον με την κουστουμιά τον ζητιάνο
γίνεται επαίτης ελαχίστου ευσήμου
σέρνεται κάτω και κοιτάζει επάνω...
αργά τρελαίνεται ο κόσμος καλή μου.

Δες και του άλλου εκεί πως παίζει το μάτι
κι έχει το όπλο του αναρτήσει επ' ώμου
μπροστά του βλέπει μόνο εχθρούς, φρεναπάτη!
αργά τρελαίνεται ο κόσμος μωρό μου.

Νάτη κι αυτή που όλο ντύνεται νύφη
έτοιμη πάντα για την ώρα του γάμου
ή βασιλιά θα πάρει, λέει, ή χαλίφη...
αργά τρελαίνεται ο κόσμος γλυκιά μου.

Μα τώρα ας φύγουμε απ' το κάδρο του κόσμου
αργά τρελάδικο εξελίσσεται η πλάση
να γίνω ο κόσμος σου κι εσύ ο δικός μου
η τρέλα του άλλου κόσμου μη μας χαλάσει.


Κώστας Σφενδουράκης

Αιμορραγών

Μου το διηγήθηκε κάποιος... ένας άνθρωπος χωρίς εθνικότητα, χωρίς χρώμα, χωρίς φύλο, χωρίς ιδεολογία, αλλά με ένα μόνο χαρακτηριστικό: μια καθαρή και άδολη καρδιά.

Περπατώντας αυτός ο άνθρωπος στην Πατησίων είδε έναν μαύρο πεσμένο στον δρόμο σε εμβρυακή στάση να ξερνάει αίμα από το στόμα του. Γύρω του διάφοροι -αδιάφοροι- περίεργοι για το θέαμα και από κάποια απόσταση. Ο άνθρωπος ο χωρίς εθνικότητα, χωρίς χρώμα, χωρίς φύλο, χωρίς ιδεολογία, με την καθαρή και άδολη καρδιά πήγε κοντά και αφού ρώτησε τους διάφορους γύρω γιατί δεν κάνουν κάτι, εισπράττoντας την σιωπή τους, πλησίασε τον μαύρο και τον άκουσε να επαναλαμβάνει συνεχώς μόνο την φράση "είμαι Έλληνας" και ύστερα αφού ξεπέρασε την απορία της επαναλαμβανόμενης φράσης του μαύρου, κάλεσε -έτσι απλά- ένα ασθενοφόρο. Δεν θα πω ότι του έσωσε την ζωή, θα πω όμως ότι ίσως έσωσε κι άλλες ζωές με αυτό το απλό τηλεφώνημα.

Όταν μου το διηγήθηκε ο άνθρωπος χωρίς εθνικότητα, χωρίς χρώμα, χωρίς φύλο, χωρίς ιδεολογία, με την καθαρή και άδολη καρδιά, με ρώτησε με αφέλεια μικρού παιδιού, γιατί ο μαύρος έλεγε συνέχεια άραγε την φράση "είμαι Έλληνας"; Δεν ήξερα τι να του απαντήσω γιατι αυτό που ένιωσα εκείνη τη στιγμή ήταν αγάπη και σεβασμό για αυτόν τον άνθρωπο κι έναν κρυφό πόθο να του μοιάσω, να γίνω κι εγώ χωρίς εθνικότητα, χωρίς χρώμα, χωρίς φύλο, χωρίς ιδεολογία, αλλά με καθαρή και άδολη καρδιά, έτσι δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να σκεφτώ την απορία του.

Σ' αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο χαρίζω το παρακάτω...


"Είμαι Έλληνας" τον άκουγαν να λέει
το έσχατο αποκούμπι, αυτό το ψέμα
κοιτώντας απ' το στόμα του να ρέει
σε θρόμβους ασταμάτητα το αίμα.

"Είμαι Έλληνας... κι εγώ αυτού του τόπου
ένα κορμί, αξίζω μιαν ελπίδα
να, δείτε...", όμως τα ίχνη του ανθρώπου
γι' αυτούς τα 'χει σκεπάσει μαύρη φλοίδα.

"Είμαι Έλληνας" και μέσα του η σκέψη
βλαστήμαγε "κατάρα αυτή η φύση!"
τον πρόδιδε και ποιός να τον πιστέψει;...
περίμεναν να δουν αν θα ψοφήσει.

"Είμαι Έλληνας... αίμα να με καλύψεις
κόκκινο ντύσε όλο μου το δέρμα,
να αλλάξει", τον τρελάνανε οι τύψεις
που γέμισε κοιτάζοντας το τέρμα.

"Είμαι Έλληνας" τον άκουγαν οι άλλοι
κοιτώντας με αηδία τον αράπη
κι αυτός μέσα στο μαύρο του το χάλι
"είμαι Έλληνας"... καλούσε την αγάπη.


Κώστας Σφενδουράκης

Με άνω τελείες για άνω-κάτω ζωές

Χειµωνιάτικο δειλινό χαµηλωµένο στη θλίψη• µεθυσµένο παραµυθάκι που
τρεκλίζοντας χάνεται στο χιόνι• κι εκείνος ο άγγελος που δεν πιστέψαµε και
κρεµάστηκε από ένα κλωνί χριστουγεννιάτικου δέντρου• µόνο, τις νύχτες που σε
συλλογιόµουν, γέµιζε το δωµάτιο από τους ίσκιους των φτερών του που ανοίγανε
σιγά-σιγά.


Ιωάννης Ν. Κυριαζής
από την ποιητική συλλογή «Μαύρο σαν την ψυχή του χιονιού», 1992