«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Το κάστρο στην Καλλιμασιά της Χίου

Αυτή η νύχτα δεν προστέθηκε στις χίλιες
το παραμύθι είναι δικό της δίχως ύλη
σε ονείρου κάστρο, στολισμένη βοκαμβίλιες
η τόση δα μα δυσθεώρητή του πύλη.

Ενώ το γράφω αγναντεύοντας στη Χίο
απέναντι ένα κομμάτι από Τουρκία
το αεράκι απαλά περνάει, θείο !
Ζώσα πνοή που θα γεμίσει τα σαρκία.

Φωνές αμέτρητες, αμέτρητα τζιτζίκια
να τραγουδούν κάτω απ’ την κόκκινη σελήνη
και να σκορπίζουν στον αέρα μύρια δίκια
μύριες ελπίδες και μια ατέλειωτη γαλήνη.

« Ο Διαβολάκος θα ντυθεί φέτος στην τρίχα. ‘’
κάτω οι γάτες μεταφέρουν τα μαντάτα...
Κοιτώ και βλέπω το άρωμα απ’ τη μαστίχα
να απλώνει γλείφοντας επάνω της μια γάτα.

Το νεογέννητο ! Τη Νάνσυ αυτό τη νοιάζει.
Την αγκαλιά της ταΐζοντάς το κάνει λίκνο...
Στην αγκαλιά της με ασχημόπαπο κι αν μοιάζει
μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε κύκνο.

Τέλος ζωοφόρο όπως σε κάθε παραμύθι.
Τίτλος : « Το κάστρο στην Καλλιμασιά της Χίου ‘’.
Φτιάχνω δυο αντίτυπα με αρίθμηση αρχείου.
Στέλνω στη μνήμη ένα απ’ τα δυο, τ’ άλλο στη Λήθη.



Κώστας Σφενδουράκης

Λέφτινγκ

« Στ’ άρματα αδέρφια στ’ άρματα
και διώξτε τα καθάρματα
για τα εθνικά τα ιδανικά
πάντα ο τολμών νικά !»

Των ιδεών τα χρώματα
σε τούτα τα’ άγια χώματα
γαλάζιο ροζ μα αν δείτε γκρι
σας ψέκασαν οχτροί.

Μ’ επταετίας άσματα
ξυπνήστε τα φαντάσματα.
Κι όποιον, αρκεί ν’ αγωνιστεί...
Προσέλθετε οι πιστοί !

Εσείς οι αναστενάρηδες
καμμένοι... Κι οι μπροστάρηδες
της Αριστέρως ο Τσολιάς
κι ο άλλος της κοιλιάς.

Θα πείθεσθε « Νικήσαμε !»
όταν σας λένε, ίσαμε
σας βάλουν όλους σε κλουβιά...
Τι νίκη, τι σκλαβιά

όταν υπάρχουν ρήτορες
του έθνους επιβήτορες...
Για τον λαό είναι ταγοί,
νόμος η υποταγή.

Δημιουργική ασάφεια
προφητικά εδάφια
τουρλού τουρλού αλλού γι’ αλλού...
Πηλός άνευ μυαλού.



Κώστας Σφενδουράκης

Τα πράγματα

Το μπαστούνι, μια αρμαθιά κλειδιά, κάτι κέρματα,
η απαλή κλειδαριά, κάτι τελευταίες
σημειώσεις που δεν θα ξαναδιαβαστούν
τις λίγες μέρες που μου απομένουν, η τράπουλα,
η σκακιέρα, ένα βιβλίο και ανάμεσα στα φύλλα του
η ξεραμένη βιολέτα - ενθύμιο κάποιας βραδιάς
αλησμόνητης ασφαλώς μα ήδη ξεχασμένης -
στη δύση ο κόκκινος καθρέφτης πυρπολώντας
ένα δειλινό φαντασίας. Τόσα και τόσα πράγματα,
ομπρέλες, πίπες, άτλαντες, φλιτζάνια, μπιχλιμπίδια
που δουλεύουν για χάρη μας σαν αμίλητοι σκλάβοι,
τυφλά και απολύτως βουβά !
Θα επιζήσουν πέρ' από τη λήθη μας,
δίχως να ξέρουν καν πως έχουμε υπάρξει.



Χόρχε Λουίς Μπόρχες

The Unending Gift

Κάποιος ζωγράφος μας υποσχέθηκε έναν πίνακα.
Τώρα, στη Νέα Αγγλία, έμαθα το θάνατό του. Ένιωσα γι' άλλη μια φορά την πίκρα τού να συνειδητοποιείς πως είμαστε κάτι σαν όνειρο. Συλλογίστηκα εκείνο τον άνθρωπο και τον πίνακα που χάθηκαν.
( Μόνο οι θεοί μπορούν να υποσχεθούν, αφού είναι αθάνατοι. )
Συλλογίστηκα το μέρος που είχαμε διαλέξει για να κρεμάσουμε τον πίνακα, κάτι που δεν θα συμβεί τώρα πια.
Ύστερα σκέφτηκα : αν βρισκόταν εδώ, αργά ή γρήγορα θα γινόταν ένα ακόμα αντικείμενο, ένα συνηθισμένο, μάταιο στολίδι του σπιτιού, ενώ τώρα είναι δίχως τέλος, δίχως όρια, μπορεί να πάρει οποιοδήποτε σχήμα, οποιοδήποτε χρώμα και δεν επηρεάζει τίποτα.
Υπάρχει, κατά κάποιον τρόπο. Θα επιζήσει, θα επεκτείνεται σαν μουσική και θα μείνει κοντά μου ως το τέλος. Σ' ευχαριστώ, Χόρχε Λάρκο.
( Οι άνθρωποι μπορούν κι αυτοί να υποσχεθούν, γιατί στην υπόσχεση μέσα, κάτι υπάρχει της αθανασίας. )


Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Ερωτικό προαίσθημα

Ούτε κι αν νιώθω τόσο δικό μου αυτό το φωτεινό, σα γιορτή, μέτωπό σου
ούτε κι αν συνηθίσω το κορμί σου, ακόμα μυστηριακό και σιωπηλό, ακόμα κοριτσίστικο,
ούτε την αδιάκοπη πορεία της ζωής σου, που μια γίνεται λόγια, μια σιωπές,
τίποτα πιο αινιγματικό δεν θα μπορέσεις να μου δώσεις
πέρ' απ' το να κοιτάζω τον ύπνο σου
τυλιγμένο μες στην αγρύπνια των χεριών μου.

Σαν από θαύμα ξαναγίνεσαι παρθένα, από την αθωωτική αγνότητα του ύπνου
αμέριμνη, λαμποκοπώντας σα μια χαρούμενη στιγμή που τη διαλέγει η ίδια η μνήμη,
να μου χαρίσεις τούτο τ' ακρογιάλι της ζωής σου, π' ούτε κι εσύ η ίδια ακόμα δεν το ξέρεις.

Θα ξεχυθώ μες στη γαλήνη σου
να εξερευνήσω την πιο απόμακρη ακτή σου
κι ίσως σε δω, πρώτη φορά,
έτσι όπως θα πρέπει να σε βλέπει κι ο Θεός,
με γκρεμισμένο το μύθο του Χρόνου,
δίχως τον έρωτα, χωρίς εμένα.


Χόρχε Λουίς Μπόρχες